- διακοσίους
- διᾱκοσίους , διακόσιοιtwo hundredmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
UTHINA — urbs Africae mediterranea Ptol. Stephan. et Polyhio, etc. Colonia et urbs olim Episcopalis Africae littoralis, sub Archiepiscopo Carthaginiens. a Carthagine 34. mill. pass. in Oceas. Punicarum in Africa urbium, inquit Cl. Bochartus, si… … Hofmann J. Lexicon universale
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek
ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς … Dictionary of Greek
ιπποτοξότης — ἱπποτοξότης, ὁ (Α) ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξότης (< τόξον)] … Dictionary of Greek
παρακληρώ — όω, Α (ιδίως ως δικανικός όρος) συγκροτώ με κλήρο («δικαστήρια εἰς ἕνα καὶ διακοσίους παρακληρῶσαι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κληρῶ «μοιράζω με κλήρο»] … Dictionary of Greek
πλέθρο — Αρχαία μονάδα μήκους και επιφάνειας. Ήταν γνωστή από την ομηρική εποχή και ισοδυναμούσε με 10 οργιές. Στους ιστορικούς χρόνους, ως μονάδα μήκους, αντιστοιχούσε προς 29,57 μ., και ως μονάδα επιφανείας προς 874 τ.μ. Επιπλέον ισοδυναμούσε με 100… … Dictionary of Greek
προδομώ — έω, Α [πρόδομος] οικοδομώ, κτίζω κάτι μπροστά από κάτι άλλο («τὸ τεῑχος ἐπὶ διακοσίους πόδας ηὐρήνετο, ὧν οἱ μἐν ἑκατὸν προυδεδόμηντο πρὸς τὴν ἀνακοπὴν τοῡ κύματος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek